ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Σημασία έχει να γράφουμε ή πώς το γράφουμε;
Σε μια εποχή όπου γράφουν όλοι, παντού και συνέχεια, η χρήση της γλώσσας, και δη η ορθογραφία της, γίνεται ένα σημαντικό σημείο διαφωνίας. Γιατί πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν πως, ελέω της ταχύτητας και της ανάγκης για γρήγορης και άμεσης επικοινωνίας, είναι αποδεκτά τα τυπογραφικά λάθη ή ακόμα και οι προχειρότητες στη γλωσσολογική χρήση – από ορθογραφικές αβλεψίες, σε απουσία στίξης, στην συστηματική κατάργηση τονισμού και αποστρόφων, καθώς και π.χ. η απουσία του κόμματος στο αναφορικό «ό,τι».
Σημασία, λένε, έχει να γράφουμε, και όχι πώς το γράφουμε.
Ισχύει όμως κάτι τέτοιο;
Η τυπωμένη λέξη δεν είναι απλά κάτι που ευκολύνει την επικοινωνία μας. Είναι πέρα από αυτό. Είναι μια αντανάκλαση εικόνας και αισθητικής. Κάποτε, η σωστή ορθογραφία αποτελούσε ένδειξη μόρφωσης, καλλιέργειας, καλών τρόπων, ευπρέπειας αλλά και σεβασμού προς τον αποδέκτη του κειμένου. Σήμερα, το να επισημαίνει κάποιος ορθογραφικά λάθη αμέσως τον κάνει να φαίνεται ψυχαναγκαστικός, σχολαστικός, τελειομανής και ‘εκτός ουσίας΄.
Τι σημασία έχει αν γράφουμε σωστά Ελληνικά; Αν το περιεχόμενο γίνεται κατανοητό παρά την γλωσσική παρακμή που έχει υποστεί;
Μα η σωστή χρήση της γλώσσας – αυτής που τόσο συχνά υπερηφανευόμαστε πως αποτελεί ραχοκοκαλιά για τόσες ξένες λέξεις παγκοσμίως – είναι απαραίτητη όχι μόνο για να καταλαβαινόμαστε και να επικοινωνούμε μεταξύ μας, αλλά γιατί το επίπεδο μόρφωσης μιας κοινωνίας διαφαίνεται πρωτίστως από την εκπαίδευσή της.
Αυτή η εκπαίδευση σήμερα αντιμετωπίζει σοβαρά ελλείμματα. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι παρόλο που η γλώσσα αλλάζει με την πάροδο του χρόνου και εξελίσσεται με την κοινωνία, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αντανακλά και την προχειρότητα του τρόπου σκέψης στην οποία μας οδηγούν οι σύγχρονες ευκολίες και τα αμέτρητα ψηφιακά μέσα δικτύωσης και επικοινωνίας.
Είναι αλήθεια πως όσο δυνατά και να είναι τα επιχειρήματα που έχει κάποιος, αυτά χάνουν το νόημά τους όταν δεν αναγράφονται σωστά. Η ανορθογραφία καθυστερεί την αντίληψη του νοήματος, δυσκολεύει την κατανόηση μεταξύ μας και στην ουσία, υποβαθμίζει την υπόληψη του γράφοντος.
Ο Γκαίτε είχε πει πως διαβάζοντας μια ανορθόγραφη λέξη, αναρωτιόταν αν είχε εφευρεθεί κάτι καινούργιο, ενώ ο Ελύτης δεν ανεχόταν τις ανορθογραφίες, ένιωθε πως τον ταράζουν, «σαν να ανακατώνονται τα γράμματα στο ίδιο μου το επώνυμο, να μην ξέρω ποιος είμαι, να μην ανήκω πουθενά».
Η τυπωμένη λέξη μαζί με τη μορφή που παίρνει στο χαρτί είναι μέρος του πολιτισμού μας, της κληρονομιάς μας, της ευρύτερης μας ταυτότητας. Δε μας τιμάει διόλου το να μην ξέρουμε να γράφουμε σωστά. Και να μη μας νοιάζει κιόλας να το διορθώσουμε αυτό.
Η μόνη μας δουλειά ως παιδιά είναι να «μάθουμε γράμματα», γι’ αυτό άλλωστε πηγαίνουμε σχολείο και η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική, μπας και γίνει η μάθηση μέρος της ζωής μας. Ο Αϊνστάιν είχε πει πως η εκπαίδευση δεν είναι η εκμάθηση γεγονότων αλλά η εξάσκηση του μυαλού να σκέφτεται. Σκοπός της εκπαίδευσης είναι να ανοίξει το μυαλό, να γίνει το ισχυρότερο όπλο στην κατοχή μας για να αλλάξουμε τον κόσμο.
Το να μη μας ενδιαφέρει κάτι τόσο βασικό όπως το πώς αναγράφονται οι λέξεις υποδηλώνει από μέρους μας μια αδιαφορία. Πώς να αποδείξουμε πως παίρνουμε άλλα πράγματα πιο σοβαρά; Όταν αγνοούμε την βάση της γλώσσας μας, της πηγής επικοινωνίας μας;
Επιδεικνύοντας περιορισμούς στη γλώσσα, περιορίζουμε – ακόμα κι αν ακούσια – τη σκέψη, τη φαντασία, το συναίσθημα, κάθε τι που έχουμε μέσα μας και μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να μεγαλουργήσουμε.
Η γλώσσα έχει μεγαλύτερη δύναμη απ’ όση νομίζουμε, γιατί είναι δια μέσου αυτής που μπορούμε να διαμορφώσουμε την πραγματικότητά μας.
Ισχύει όμως κάτι τέτοιο;
Η τυπωμένη λέξη δεν είναι απλά κάτι που ευκολύνει την επικοινωνία μας. Είναι πέρα από αυτό. Είναι μια αντανάκλαση εικόνας και αισθητικής. Κάποτε, η σωστή ορθογραφία αποτελούσε ένδειξη μόρφωσης, καλλιέργειας, καλών τρόπων, ευπρέπειας αλλά και σεβασμού προς τον αποδέκτη του κειμένου. Σήμερα, το να επισημαίνει κάποιος ορθογραφικά λάθη αμέσως τον κάνει να φαίνεται ψυχαναγκαστικός, σχολαστικός, τελειομανής και ‘εκτός ουσίας΄.
Τι σημασία έχει αν γράφουμε σωστά Ελληνικά; Αν το περιεχόμενο γίνεται κατανοητό παρά την γλωσσική παρακμή που έχει υποστεί;
Μα η σωστή χρήση της γλώσσας – αυτής που τόσο συχνά υπερηφανευόμαστε πως αποτελεί ραχοκοκαλιά για τόσες ξένες λέξεις παγκοσμίως – είναι απαραίτητη όχι μόνο για να καταλαβαινόμαστε και να επικοινωνούμε μεταξύ μας, αλλά γιατί το επίπεδο μόρφωσης μιας κοινωνίας διαφαίνεται πρωτίστως από την εκπαίδευσή της.
Αυτή η εκπαίδευση σήμερα αντιμετωπίζει σοβαρά ελλείμματα. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι παρόλο που η γλώσσα αλλάζει με την πάροδο του χρόνου και εξελίσσεται με την κοινωνία, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αντανακλά και την προχειρότητα του τρόπου σκέψης στην οποία μας οδηγούν οι σύγχρονες ευκολίες και τα αμέτρητα ψηφιακά μέσα δικτύωσης και επικοινωνίας.
Είναι αλήθεια πως όσο δυνατά και να είναι τα επιχειρήματα που έχει κάποιος, αυτά χάνουν το νόημά τους όταν δεν αναγράφονται σωστά. Η ανορθογραφία καθυστερεί την αντίληψη του νοήματος, δυσκολεύει την κατανόηση μεταξύ μας και στην ουσία, υποβαθμίζει την υπόληψη του γράφοντος.
Ο Γκαίτε είχε πει πως διαβάζοντας μια ανορθόγραφη λέξη, αναρωτιόταν αν είχε εφευρεθεί κάτι καινούργιο, ενώ ο Ελύτης δεν ανεχόταν τις ανορθογραφίες, ένιωθε πως τον ταράζουν, «σαν να ανακατώνονται τα γράμματα στο ίδιο μου το επώνυμο, να μην ξέρω ποιος είμαι, να μην ανήκω πουθενά».
Η τυπωμένη λέξη μαζί με τη μορφή που παίρνει στο χαρτί είναι μέρος του πολιτισμού μας, της κληρονομιάς μας, της ευρύτερης μας ταυτότητας. Δε μας τιμάει διόλου το να μην ξέρουμε να γράφουμε σωστά. Και να μη μας νοιάζει κιόλας να το διορθώσουμε αυτό.
Η μόνη μας δουλειά ως παιδιά είναι να «μάθουμε γράμματα», γι’ αυτό άλλωστε πηγαίνουμε σχολείο και η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική, μπας και γίνει η μάθηση μέρος της ζωής μας. Ο Αϊνστάιν είχε πει πως η εκπαίδευση δεν είναι η εκμάθηση γεγονότων αλλά η εξάσκηση του μυαλού να σκέφτεται. Σκοπός της εκπαίδευσης είναι να ανοίξει το μυαλό, να γίνει το ισχυρότερο όπλο στην κατοχή μας για να αλλάξουμε τον κόσμο.
Το να μη μας ενδιαφέρει κάτι τόσο βασικό όπως το πώς αναγράφονται οι λέξεις υποδηλώνει από μέρους μας μια αδιαφορία. Πώς να αποδείξουμε πως παίρνουμε άλλα πράγματα πιο σοβαρά; Όταν αγνοούμε την βάση της γλώσσας μας, της πηγής επικοινωνίας μας;
Επιδεικνύοντας περιορισμούς στη γλώσσα, περιορίζουμε – ακόμα κι αν ακούσια – τη σκέψη, τη φαντασία, το συναίσθημα, κάθε τι που έχουμε μέσα μας και μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να μεγαλουργήσουμε.
Η γλώσσα έχει μεγαλύτερη δύναμη απ’ όση νομίζουμε, γιατί είναι δια μέσου αυτής που μπορούμε να διαμορφώσουμε την πραγματικότητά μας.
* Δημοσιογράφος με ειδικότητα σε ευρωπαϊκά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα
ΠΗΓΗ: » freepen.gr