ΒΟΤΑΝΑ: Ντουλκαμάρα (Solanum Dulcamara) Οικογένεια: Solanaceae, Γένος: Solanum

img

Μικρός θάμνος με ανάπτυξη κληματώδη που φθάνει τα δυο μέτρα. Ανήκει στην οικογένεια των Σολανιδών. Βρίσκεται σε όλη την Ευρώπη, διαδεδομένο σε υγρά εδάφη, δάση, σε άκρες ρυακιών. Στη χώρα μας το συναντούμε και με την ονομασία Κοκκορέλι. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα. Περιέχουν δηλαδή αρσενικά και θηλυκά όργανα και γονιμοποιούνται από έντομα.

Είναι ένα δηλητηριώδες φυτό που χρησιμοποιήθηκε για εκατονταετίες για την θεραπεία δερματικών παθήσεων, κονδυλωμάτων και όγκων. Η χρήση του άρχισε από τους βοτανοθεραπευτές τον 16ο αιώνα. Οι καρποί του φυτού μαριναρισμένοι με ξύδι εφαρμόζονταν πάνω σε καρκινικά έλκη και άλλα οιδήματα. Το αφέψημα της ρίζας το χρησιμοποιούσαν για την θεραπεία του καρκίνου και τα πρηξίματα.  Τα στελέχη του φυτού τα χρησιμοποιούσαν υπό μορφή αφεψήματος εναντίον των εκζεμάτων, της χρόνιας βρογχίτιδας και του άσθματος.

Περιέχει τοξικά αλκαλοειδή, ντουλκαμαρίνη, γλυκοπικρίνη, γόμα, γλοίνη, κερί, ρητίνη (που περιέχει βενζοικό οξύ), καθώς και διάφορα άλατα. Τα στελέχη είναι πλούσια σε σαπωνίνες, ενώ οι καρποί περιέχουν σολανίνη.

Το βότανο παρουσιάζει δράση διουρητική, εξομαλυντική, αντιρρευματική, αποχρεμπτική και ήπια ηρεμιστική. Επίσης, λαμβάνεται εσωτερικά για την θεραπεία μιας σειρά ασθενειών του δέρματος, για θεραπεία αρθρίτιδας, ρευματισμών, βρογχικού άσθματος, συμφόρηση, καρδιακές παθήσεις, ελκώδη κολίτιδα και ίκτερο. Η κύρια χρήση των βλαστών του φυτού αφορά στη θεραπεία των δερματικών και ρευματικών προβλημάτων. Οι ρευματικές και αρθριτικές φλεγμονές καταπραΰνονται και σταδιακά βελτιώνονται. Μπορεί ακόμη, να ωφελήσει σε διάρροια, δυσεντερία και ηπατικές παθήσεις. Η εξωτερική χρήση του φυτού υπό μορφή καταπλάσματος βοηθά σε θεραπεία δερματικών εξανθημάτων, έλκη, ρευματισμούς και κυτταρίτιδα. Δρα θετικά σε ακμή, έκζεμα, ψωρίαση, πιτυρίαση και κρεατοελιές. Με τους βλαστούς του φυτού και ιδιαίτερα με τα φύλλα μπορεί να παρασκευαστεί αλοιφή κατάλληλη για το έκζεμα, την ψωρίαση και τα έλκη.

Συνίσταται επίσης, κατά του χρόνιου πνευμονικού κατάρρου και δρα ως ήπιο καθαρτικό διουρητικό και εφιδρωτικό. 

Στην ομοιοπαθητική το βότανο χρησιμοποιείται σε προβλήματα  βήχα, διάρροιας, φλεγμονές των ματιών, πόνους της πλάτης και των αρθρώσεων.

Οι καρποί του φυτού είναι δηλητηριώδεις. Το στέλεχος του φυτού είναι λιγότερο τοξικό γιατί περιλαμβάνει λιγότερα αλκαλοειδή. Θα πρέπει το βότανο να χρησιμοποιείται με προσοχή και μόνο υπό την επίβλεψη ειδικού.

Οι πληροφορίες που δίνονται είναι καθαρά ενδεικτικές και δεν συνίσταται να λαμβάνετε βότανα αλόγιστα χωρίς τη συμβουλή ειδικού.