ΑΛΗΘΕΙΕΣ: Ο Κώστας, το διαζύγιο του ελεγκτή και η δύναμη του ρόδου

img

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ

Από τον Τάσο Σιδερίδη

Ο Κώστας…ψηλός, λιγνός σχεδόν ξερακιανός. Γύρω στα 45 με σκαμμένο πρόσωπο και χέρια ροζιασμένα, γεμάτα κάλους, από το πινέλο και την ταβανόβουρτσα που δουλεύει ολημερίς. Ελαιοχρωματιστής ή κατά το λαϊκότερο μπογιατζής. Μεροδούλι, μεροφάι. Σχεδόν τριάντα χρόνια στη δουλειά και δεν είχε καταφέρει ακόμα να φτιάξει το δικό του συνεργείο και να παίρνει εργολαβίες. Σχεδόν τριάντα χρόνια το όνειρο είχε μετατραπεί σε χίμαιρα και το… «σήμερα θα το φτιάξω, αύριο θα το φτιάξω» παρέμενε, όπως παρέμενε και αυτός υπάλληλος στο συνεργείο του αφεντικού του Μανόλη.

Ήταν καλός εργοδότης ο Μανόλης και υπήρχε αλληλοσεβασμός μεταξύ τους, ίσως ένας από τους λόγους που καθυστερούσε να δει το όνειρό του να λαμβάνει σάρκα και οστά να ήταν και αυτός. Ποτέ δεν είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους μια άσχημη κουβέντα και πάντα ο ένας ενδιαφερόταν για τον άλλο. Έτσι και εκείνο το πρωί γύρω στις επτά, που συναντήθηκαν ο Μανόλης με τον Κώστα, έσπευσε ο πρώτος να ευχηθεί στον δεύτερο «χρόνια πολλά».

Για τον Κώστα η μέρα ήταν σημαδιακή, έκλεινε είκοσι χρόνια έγγαμου βίου. Ένας βίος που του είχε αποφέρει δυο παιδιά και πολλές υποχρεώσεις. Όμως τίποτα δεν τον πτοούσε και δεν το λιποψύχιαζε, όσο αυτός αισθανόταν την αγάπη και τον έρωτα που έτρεφε για τη γυναίκα του τη Μυρσίνη.

-Να φύγεις πιο νωρίς σήμερα. Να τελειώσεις τα κάγκελα του τρίτου ορόφου και να του δίνεις του είπε το αφεντικό. Μη με πλακώσει με την παντόφλα η Μυρσίνη και με το δίκιο της. Να φύγεις να πας να φάτε μαζί το μεσημέρι.

Και το μεσημέρι έφτασε, ο Κώστας ούτε να αλλάξει δεν είχε το χρόνο, ήθελε και αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που θα κέρδιζε στην αλλαγή των ρούχων, να τα αφιερώσει στη γυναίκα του. Μάζεψε τα πινέλα και τις μπογιές στη συνήθη γωνιά, χαιρέτισε τους συναδέλφους και κατέβηκε τις σκάλες του γιαπιού σχεδόν πηδώντας.

Βγήκε στο δρόμο και κίνησε για τη στάση του λεωφορείου. Πεντακόσια μέτρα τον χώριζαν με τα πόδια. Λίγο πριν φτάσει πέρασε μπροστά από ενα ανθοπωλείο. Κοντοστάθηκε… έβαλε το χέρι στην τσέπη, ψαχούλευσε πρώτα την αριστερή, τίποτα. Ψαχούλευσε τη δεξιά, τίποτα. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του πουκαμίσου, τίποτα.

Μόνο στην αριστερή πίσω τσέπη του παντελονιού βρήκε αυτό που έψαχνε. Ευρώ 1,40 ίσα ίσα το εισιτήριο. Στη βιτρίνα του ανθοπωλείου το τριαντάφυλλο του έκλεινε το μάτι και ο Κώστας νόμισε πως του μιλούσε. Μπήκε μέσα, ρώτησε την τιμή και η κοπέλα του απάντησε. «Το συγκεκριμένο κάνει 1,40». Τριάντα δευτερόλεπτα κράτησε η σύσκεψη με τον εαυτό του. Θα αγόραζε το τριαντάφυλλο και θα ταξίδευε λαθρεπιβάτης.

«Ο θεός βοηθός-μουρμούρισε μέσα του- αν μπει ελεγκτής» Με το τριαντάφυλλο στα χέρια και κρατώντας το με θρησκευτική ευλάβεια όπως κρατάει ο μαιευτήρας στα δικά του το μωρό που αποσπά από τη μήτρα, κάθισε στο πρώτο κάθισμα που βρήκε. Δύο στάσεις ήθελε να φτάσει στο σπίτι του και στην προτελευταία το κακό έγινε. Ο Ελεγκτής του ζητούσε ήδη να του δείξει το εισιτήριο.

Για ακόμα πιο κακή του τύχη εκείνος ο ελεγκτής ήταν γεμάτος νεύρα που έγιναν εντονότερα όταν έμαθε στην ερώτηση «Λεφτά για εισιτήριο δεν έχεις για λουλούδια έχεις όμως…»το λόγο ύπαρξης του άνθους. Βλέπεις ο ελεγκτής μόλις πριν μια ώρα είχε επιστρέψει στη δουλειά από το δικηγόρο όπου βρισκόταν για να διευθετήσει το διαζύγιό του «κοινή συναίνεσή» μετά από δεκατρία χρόνια γάμου. Αφού επί δέκα λεπτά νουθετούσε τον Κώστα περί της γυναικείας νοοτροπίας, του έκοψε το πρόστιμο, του έδωσε το ροζ χαρτάκι και απομακρύνθηκε.

Σε δέκα λεπτά ο Κώστας βρισκόταν γύρω από το τραπέζι με τη σύζυγο και τα παιδιά γιορτάζοντας όλοι μαζί την επέτειο. Το περιστατικό με τον ελεγκτή το απέκρυψε για να μη χαλάσει τη μέρα. Άλλωστε, είχε σκεφτεί ότι για μια εβδομάδα θα καθόταν δυο ώρες παραπάνω στη δουλειά και θα το έβγαζε. «Δεν αξίζει» έλεγε και ξανά έλεγε στον εαυτό του. Και ενώ ο Κώστας γιόρταζε, ο ελεγκτής συνέχιζε να μοιράζει, νευριασμένος, πρόστιμα και ροζ χαρτάκια μέχρι που σουρούπωσε.

Η βάρδια ολοκληρώθηκε και αυτός έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι για να μαζέψει τα πράγματά του και να αποχωρήσει δια παντός.

-Ακούς εκεί τον μαλάκα να πηγαίνει και τριαντάφυλλα στις πουτάνες, ακούς εκεί είκοσι χρόνια παντρεμένος να είναι ακόμα ερωτευμένος… Μα τι στο διάλο έρωτας είναι αυτός…? Εγώ μετά από δεκατρία χρόνια γάμου, είτε τον δικό μου κώλο έπιανα είτε της πρώην μου το ίδιο αισθανόμουν. Μα τι σόι άντρες υπάρχουν μουρμούριζε δυνατά βαδίζοντας για το σπίτι… Είχε διανύσει καμιά διακοσαριά μέτρα και τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση.

-Εγώ ρε φίλε δεκατρία χρόνια δεν της πρόσφερα ποτέ ένα λουλούδι. Δεκατρία χρόνια δεν την πήρα ποτέ να πάμε σε ένα ξενοδοχείο για μια βραδιά, σαν παράνομο ζευγάρι να ξελαμπικάρουμε. Δεκατρία χρόνια όλο τι θα φάμε και γιατί δεν είναι το πιάτο στο τραπέζι. Δεκατρία χρόνια φώναζα και τσακωνόμασταν για τις παντόφλες μου. Δεκατρία χρόνια όταν την έβλεπα χωρίς την ποδιά της κουζίνας τη ρώταγα που ετοιμαζόταν να πάει…

Ποτέ δεν είχα καταλάβει ότι στο σπίτι μπορεί να υπάρχει και γυναίκα χωρίς να φοράει ποδιά ή να σφουγγαρίζει σε καθημερινή βάση. Δεκατρία χρόνια της ζήταγα το αλάτι το νερό και τις χαρτοπετσέτες. Δεκατρία χρόνια ποτέ δεν της ζήτησα να φορέσει ζαρτιέρες να βαφτεί να βάλει μια περούκα να κάνει τέλος πάντων κάτι έξω από τα συνηθισμένα και να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι. Επί δεκατρία χρόνια δεν υπήρχε μια ημέρα αργίας που να της είπα… Κάτσε αγάπη μου μη σηκώνεσαι θα μαγειρέψω εγώ σήμερα. Αλλά και τα καλοκαίρια που πηγαίναμε διακοπές τι έκανα…τι έλεγα… Κατίνα να πάρεις τις πετσέτες, Κατίνα, την ομπρέλα, Κατίνα τις ξαπλώστρες, Κατίνα τα κεφτεδάκια… Αυτά σκεφτόταν ο ελεγκτής και τα διλήμματα πολλαπλασιάζονταν.

Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει από τις σκέψεις. Τόσες σκέψεις και προβληματισμούς που έκανε εκείνη τη στιγμή δεν τις είχε κάνει δεκατρία χρόνια. Σταμάτησε να ανασάνει, να πάρουν τα στήθη του αέρα. Σταμάτησε δίπλα σε μια καφετέρια. Ακούμπησε τα χέρια του σε ένα τραπεζάκι και τότε τον πλησίασε ένα μικρό τσιγγανόπουλο. -Πάρτε κύριε ένα τριαντάφυλλο… Ο ελεγκτής γύρισε το κοίταξε και έκανε τη μαγική ερώτηση… -Πόσο έχει…? Περνούσε το κατώφλι του σπιτιού με το τριαντάφυλλο στα χέρια. Το κρατούσε το ίδιο μαγικά και ευλαβικά, όπως ο Κώστας. Το έκρυψε πίσω από την πλάτη του και πλησίασε την Κατίνα.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια έτοιμοι και οι δύο να αρπαχτούν. Η Κατίνα πρόσεξε τα κρυμμένα πίσω από την πλάτη του ελεγκτή χέρια και για μια στιγμή φοβήθηκε και τρεκλίζοντας οπισθοχώρησε. Όμως σε δευτερόλεπτα είδε να παρουσιάζεται ένα κατακόκκινο ρόδο με γυαλιστερά σατινένια φύλα και να της προσφέρεται.

Σε δευτερόλεπτα βρέθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου να κλαίνε με αναφιλητά. Εκείνο το βράδυ δόθηκαν όλες οι εξηγήσεις που δεν είχαν δοθεί στα δεκατρία χρόνια γάμου. Εκείνο το βράδυ ξερνούσαν και οι δυο τους όσα δηλητήρια είχαν αποθηκευτεί στο μυαλό στην καρδιά και το σώμα τους. Ένας ακατάσχετος εμετός έβγαινε από μέσα τους πασχίζοντας να καθαρίσει τις ψυχές και των δύο. Αργότερα η πολυκατοικία ήταν στο πόδι από τις ερωτικές φωνές του ελεγκτή και της Κατίνας. Έτριζαν όλες οι πόρτες των διαμερισμάτων. Ο Δικηγόρος και το διαζύγιο ήταν ένα κακό όνειρο.

Είχαν περάσει επτά μέρες και ο Ελεγκτής κάθε μέρα την ίδια ώρα, έμπαινε στο ίδιο λεωφορείο για να συναντήσει τον Κώστα. Δεν τον συνάντησε ποτέ. Ο ίδιος πήγε και πλήρωσε και το πρόστιμο που του είχε κόψει. Άφησε και παραγγελία αν ποτέ εμφανιζόταν ο Κώστας να τον έπαιρνε τηλέφωνο. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε. Το μόνο που έγινε, ήταν ο ελεγκτής να επιστρέφει κάθε μέρα στο σπίτι του με ένα ρόδο.

Καληνύχτες……


ΠΗΓΗ: » fanpage.gr