Άμεσα πρέπει να εγκαταλείψουμε την εξωτερική πολιτική του κατευνασμού και να περάσουμε στην πολιτική που εφαρμόζουν όλα τα κράτη του κόσμου, αυτή της αντιμετώπισης. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάμε να κάνουμε πόλεμο, για τον οποίο όμως θα πρέπει να είμαστε πλήρως έτοιμοι, αλλά να εφαρμόσουμε αυτά τα οποία επιτάσσει το διεθνές δίκαιο, σε ότι αφορά χωρικά ύδατα, ΑΟΖ, γεωτρήσεις κ.λ.π. στέλνοντας το μήνυμα στην Τουρκία και διεθνώς ότι η πολιτική μας θα είναι στο εξής αυτή. Αυτά κατ’ αρχήν, γιατί αργότερα θα περάσουμε και στην πλήρη προστασία του εναέριου χώρου. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να κάνει τίποτα παρά μόνο διεθνή θόρυβο. Πρέπει όμως να περιμένουμε και ένα θερμό επεισόδιο μικρής όμως έντασης, καθόσον δύσκολα θα αποδεχτεί η Τουρκία να ανακοπεί ξαφνικά η φόρα της. Γι’ αυτό θα πρέπει να είμαστε απόλυτα έτοιμοι και αποφασισμένοι και όλα θα πάνε καλά.
Άποψη
Το υπερήφανο ελληνικό έθνος, που με τη λεβεντιά και το αίμα των Ελλήνων, ξεκίνησε το 1821 την απελευθέρωσή του και φτάνοντας αργότερα μερικά χιλιόμετρα έξω από την Άγκυρα το 1922, άγγιξε το θαύμα της διόρθωσης των πεπραγμένων του 1453, τελικά κατέληξε σήμερα στο να «φινλανδοποιηθεί» το νεωτερικό κράτος που δημιούργησε και να μετατραπεί το τελευταίο σε ένα φοβισμένο «γιουσουφάκι» των Τούρκων, χαϊδεύοντας συνεχώς το «θηρίο» μην τυχόν και το θυμώσει.
Τι έχει συμβεί; Τι μεσολάβησε από τότε; Γιατί εμείς οι απόγονοι εκείνων των γενναίων Ελλήνων καταντήσαμε η ντροπή τους; Είμαστε τελικά δειλοί εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες; Έχουμε υποστεί μετάλλαξη και από τι; Δεν μεσολάβησε κάτι που να μεταλλάξει το γονιδίωμα εκείνων των τιτάνων ψυχής των οποίων είμαστε απόγονοι. Μόλις τώρα μας εποικίζει η ελίτ με λαθρομετανάστες, όμως τόσα χρόνια δεν είχαμε κανένα «μπόλιασμα» που να μας κάνει τόσο φοβισμένα «ανθρωπάκια».
Έχουμε μήπως πρόβλημα με το μέγεθος του κράτους; Πέρα από το γεγονός ότι αν συνυπολογίσουμε στεριά και θάλασσα μαζί το κράτος μας είναι τεράστιο σε έκταση, στην πράξη δεν υπάρχουν σήμερα μικρά κράτη, αλλά μικροί άνθρωποι.
Τελικά, μελετώντας την ιστορία μας σε βάθος, τόσο στις πολιτικές όσο και στις κοινωνικοοικονομικές της πτυχές, βγαίνει το συμπέρασμα ότι δεν είναι δειλοί οι σημερινοί Έλληνες, ούτε έχουμε δειλό και ανίκανο στρατό. Έχουμε όμως κάτι πολύ χειρότερο. Έχουμε μεγάλο πρόβλημα κοινωνικοπολιτικής ελίτ. Έχουμε μια παρασιτική και διεφθαρμένη οικονομική ολιγαρχία (μαζί με τα διάφορα πολιτικά παρασιτικά τζάκια), η οποία εκμεταλλεύεται τον ελληνικό λαό για να κερδίζει από το αίμα του, ενώ ταυτόχρονα είναι αντεθνική και ξιπασμένη, νιώθοντας περισσότερο παγκοσμιοποιημένη διεθνής ελίτ, παρά εθνική παραγωγική ελίτ.
Αυτή λοιπόν η παρασιτική κρατικοδίαιτη ελίτ, γνωρίζει ότι όσο μπορεί να εξαπατά τους Έλληνες, έχοντάς τους καθηλωμένους στον καναπέ του κοινωνικού αυτοματισμού, μέσω της κολοσσιαίας προπαγάνδας της από τα ΜΜΕ που διαθέτει, τις “στημένες” δημοσκοπήσεις και τα κόμματα που ελέγχει, τόσο θα μπορεί να παραμένει σταθερή στη θέση της και να εκμεταλλεύεται το λαό δημιουργώντας ταμπέλες για να τον ακυρώνει και καλλιεργώντας το σύνδρομο της «κατσίκας του γείτονα» να τον διασπά.
Αυτή η αντεθνική ολιγαρχία, που δεν δίνει ούτε ένα ευρώ για να βοηθήσει τον εξοπλισμό της χώρας, γνωρίζει πως αν γίνει ένα θερμό επεισόδιο με την Τουρκία που μπορεί να πάρει διαστάσεις και να υπάρξουν ήττα, θάνατοι και συρρίκνωση της χώρας, δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει με τα προπαγανδιστικά τεχνάσματά της το λαό και θα ανατραπεί. Όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, αυτό (δηλαδή την ανατροπή της), δεν το θέλει να συμβεί με τίποτα. Έτσι, όλη αυτή η παρασιτική πολιτικοοικονομική ολιγαρχία, τρέμει απέναντι στην Τουρκία και αυτό τον τρόμο της τον μεταδίδει σε ολόκληρο το λαό, καλύπτοντάς τον με το ευφυολόγημα της δήθεν συνετούς πολιτικής και της προσήλωσης στο διεθνές δίκαιο, θέματα τα οποία η Τουρκία ουδόλως φυσικά λαμβάνει υπόψη.
Όλοι οι Έλληνες «βράζουμε» από αγανάκτηση βλέποντας την Τουρκία κάθε μέρα να κερδίζει και από κάτι σε βάρος μας, ενώ εμείς να συνεχίζουμε να τη «χαϊδεύουμε» για να μην τη θυμώσουμε. Το τι κάνει καθημερινά σε βάρος μας είναι γνωστό και δεν χρειάζεται να τα επαναλαμβάνουμε. Αντίθετα βλέπουμε τη δική μας ελίτ, αντί να μας ανεβάζει το ηθικό, να μας ακυρώνει συνεχώς, μέσα από τα ΜΜΕ της και τα μίσθαρνα «παπαγαλάκια» με το προπαγανδιστικό ερώτημα: «Και τι θέλετε δηλαδή να κάνουμε, πόλεμο;». Έτσι όμως μας τρομοκρατεί περισσότερο και μας ακυρώνει εντελώς. Και αυτό ακριβώς θέλει.
Γνωρίζει πολύ καλά η προπαγάνδα του συστήματος, πως κανείς δεν πρόκειται να μιλήσει για πόλεμο από τη στιγμή που δεν υπάρχει εμφανής στρατιωτική επιθετική ενέργεια από την πλευρά της Τουρκίας, παρά τις παραβιάσεις και τις παραβάσεις που κάνει και την προπαγάνδα που διαρρέει. Με τον τρόπο αυτό όμως, η Τουρκία κερδίζει αναίμακτα και ανέξοδα καθημερινές διπλωματικές μάχες (με την υποφώσκουσα απειλή χρήσης των όπλων), που εμείς δεν τις βλέπουμε, γιατί έχουμε μάθει μόνο να βλέπουμε πραγματικές μάχες, δημιουργώντας έτσι καθημερινά τετελεσμένα σε βάρος της χώρας μας.
Η πολιτική και πολεμική νοοτροπία και πρακτική των Τούρκων είναι απλή. Προχωρούν σιγά σιγά, σαν τερμίτες, με επιμονή και υπομονή, μέχρι εκεί που είναι σίγουροι ότι θα κερδίζουν χωρίς μεγάλες απώλειες. Επειδή έχουν αντιληφθεί το φόβο της ελληνικής ελίτ, προχωρούν ένα βήμα κάθε φορά, έχοντας πάντα πάνω στο τραπέζι την απειλή του casus belli, που έχει κατατρομοκρατήσει την ελληνική ελίτ και με αυτό το τέχνασμα κερδίζουν εκ του ασφαλούς. Η Ελλάδα έχει πλέον μετατραπεί σε υποτελές φοβισμένο «γιουσουφάκι» της Τουρκίας κατρακυλώντας καθημερινά στα σκαλοπάτια της διεθνούς ανυποληψίας και διεθνούς εγκατάλειψης.
Τη μια και μοναδική φορά που οι Τούρκοι βιάστηκαν, ήταν στα τελευταία γεγονότα στον Έβρο. Ενώ μέχρι τότε περνούσαν σχεδόν καθημερινά περί τους 1000 λαθροεισβολείς από τον Έβρο, η πλεονεξία του Ερντογάν για να εκβιάσει και να πάρει κονδύλια από την ΕΕ, τον έσπρωξε στο «λάθος» να θελήσει να σπάσει τα σύνορα της Ελλάδας με τη μία. Δεν ακολούθησε στο σημείο αυτό την τούρκικη τακτική του «σαλαμιού», αλλά θέλησε να αποσταθεροποιήσει με τη μία τη χώρα μας. Πολλοί σήμερα ζητωκραυγάζουν τον κ. Μητσοτάκη, γιατί αντιστάθηκε στον Έβρο. Μα είναι απλό. Αν δεν αντιστεκόταν, σήμερα ο κ. Μητσοτάκης θα ήταν τουλάχιστον στο σπίτι του και ίσως να είχε πρόβλημα και η ελίτ της χώρας. Η αντίσταση λοιπόν ήταν μονόδρομος.
Τα τελευταία αυτά γεγονότα αποδεικνύουν πως οι Τούρκοι προχωρούν μέχρι εκεί που τους παίρνει και βάζουν την ουρά στα σκέλια όταν δεν τους παίρνει. Δυστυχώς όμως η δική μας ελίτ είναι ακόμα χειρότερη, στα όρια του εθνομηδενισμού και της υποταγής, κυριαρχούμενη από το φόβο της απώλειας των προνομίων της εξουσίας και της εκμετάλλευσης του λαού.
Τελειώνοντας και για να μην θεωρηθεί ότι κι εγώ υπεκφεύγω και δεν απαντώ στο ερώτημα περί πολέμου ή δεν έχω πρόταση, λέω τα εξής: Άμεσα πρέπει να εγκαταλείψουμε την εξωτερική πολιτική του κατευνασμού και να περάσουμε στην πολιτική που εφαρμόζουν όλα τα κράτη του κόσμου, αυτή της αντιμετώπισης. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάμε να κάνουμε πόλεμο, για τον οποίο όμως θα πρέπει να είμαστε πλήρως έτοιμοι, αλλά να εφαρμόσουμε αυτά τα οποία επιτάσσει το διεθνές δίκαιο, σε ότι αφορά χωρικά ύδατα, ΑΟΖ, γεωτρήσεις κ.λ.π. στέλνοντας το μήνυμα στην Τουρκία και διεθνώς ότι η πολιτική μας θα είναι στο εξής αυτή. Αυτά κατ’ αρχήν, γιατί αργότερα θα περάσουμε και στην πλήρη προστασία του εναέριου χώρου. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να κάνει τίποτα παρά μόνο διεθνή θόρυβο. Πρέπει όμως να περιμένουμε και ένα θερμό επεισόδιο μικρής όμως έντασης, καθόσον δύσκολα θα αποδεχτεί η Τουρκία να ανακοπεί ξαφνικά η φόρα της. Γι’ αυτό θα πρέπει να είμαστε απόλυτα έτοιμοι και αποφασισμένοι και όλα θα πάνε καλά.
ΥΓ. Δυστυχώς όμως, την ανωτέρω πρότασή μου δεν μπορώ να την εφαρμόσω εγώ, ούτε το κόμμα στο οποίο ανήκω, λόγω του μικρού προς το παρόν ποσοστού του. Θα πρέπει να την εφαρμόσει η άρχουσα ελίτ που ελέγχει αυτή τη στιγμή την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, οπότε μπαίνουμε και πάλι στο φαύλο κύκλο του συστήματος.