Στη σύγχρονη κοινωνία θεωρούμε ότι ο τρόπος ύπαρξης στη βάση του έχει είναι ριζωμένος στην ανθρώπινη φύση και γι’ αυτό είναι αδύνατο ν’ αλλάξει. Η ίδια ιδέα εκφράζεται στο δόγμα ότι οι άνθρωποι βασικά είναι τεμπέληδες, παθητικοί από τη φύση τους, ότι δε θέλουν να δουλέψουν ή να κάνουν κάτι άλλο παρά μόνο όταν τους σπρώχνει το ελατήριο του υλικού κέρδους… ή η πείνα… ή ο φόβος της τιμωρίας.
Αυτό το δόγμα δεν αμφισβητείται σχεδόν από κανένα και καθορίζει τις μεθόδους της μόρφωσης και της δουλειάς μας. Αλλά δεν είναι τίποτα άλλο παρά η έκφραση της επιθυμίας ν’ αποδείξουμε την αξία της κοινωνικής μας τοποθέτησης, υποστηρίζοντας ότι αυτή η τοποθέτηση ακολουθεί τις ανάγκες της ανθρώπινης φύσης. Σε ανθρώπους που ζουν ή έζησαν σε διαφορετικές κοινωνίες, η ιδέα του έμφυτου εγωισμού και της τεμπελιάς θα φαινόταν τόσο απίστευτη, όσο το αντίθετο φαίνεται σ’ εμάς.
Η αλήθεια είναι ότι και οι δυο τρόποι ζωής, με βάση το είναι και με βάση το έχει, βρίσκονται μέσα στις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης: η βιολογική μας ορμή για επιβίωση δυναμώνει την τάση του έχει, αλλά ο εγωισμός και η τεμπελιά δεν είναι οι μοναδικές έμφυτες ροπές στα ανθρώπινα πλάσματα.
Εμείς οι άνθρωποι έχουμε μια έμφυτη και βαθιά ριζωμένη επιθυμία να υπάρχουμε: να εκφράζουμε τις ικανότητές μας, να είμαστε δραστήριοι, να δημιουργούμε σχέσεις με τους άλλους, να ξεφεύγουμε από τη φυλακή του εγωισμού. Η αλήθεια αυτής της θεωρίας αποδεικνύεται από τόσες πολλές μαρτυρίες, που θα μπορούσε εύκολα να γεμίσει ένας ολόκληρος τόμος.
Είναι πάντως θλιβερό για τον πολιτισμό μας που ο πόλεμος και ο πόνος κινητοποιούν τους ανθρώπους για θυσίες περισσότερο απ’ ό,τι η ειρηνική ζωή. Ο καιρός της ειρήνης μοιάζει πάνω απ’ όλα να ενθαρρύνει τη φιλαυτία. Ευτυχώς υπάρχουν περιστάσεις σε ειρηνικούς καιρούς, όπου η ανθρώπινη προσπάθεια για δόσιμο και αλληλεγγύη βρίσκουν την έκφρασή τους στη συμπεριφορά των ατόμων. Οι απεργίες των εργατών, ιδιαίτερα ως την εποχή του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, είναι ένα παράδειγμα τέτοιας βασικά μη βίαιης συμπεριφοράς. Οι εργάτες ζητούσαν μεγαλύτερα ημερομίσθια, αλλά ταυτόχρονα διακινδύνευαν και υποβάλλονταν εκούσια σε ταλαιπωρίες παλεύοντας για την αξιοπρέπειά τους και για την ικανοποίηση από τη βίωση της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Η απεργία ήταν ένα φαινόμενο το ίδιο «θρησκευτικό» όσο και οικονομικό. Αν και τέτοιες απεργίες γίνονται ακόμα και σήμερα, οι περισσότερες είναι για λόγους οικονομικούς — παρόλο που κι αυτές που γίνονται για καλύτερες συνθήκες δουλειάς έχουν πρόσφατα αυξηθεί.
Αντίστροφα, βλέπουμε ότι αρκετοί άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι νέοι, δεν αντέχουν την πολυτέλεια και τον εγωιστικό τρόπο ζωής μέσα στις πλούσιες οικογένειές τους. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες των γονιών τους, που πιστεύουν ότι τα παιδιά τους «έχουν ό,τι επιθυμήσουν», οι νέοι αυτοί επαναστατούν ενάντια στη νέκρα και την απομόνωση της ζωής τους. Γιατί είναι γεγονός ότι δεν έχουν ό,τι επιθυμούν και επιθυμούν αυτό ακριβώς που δεν έχουν.
Αξιοσημείωτα παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων στους παλιούς χρόνους είναι τα παιδιά των πλούσιων Ρωμαίων στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που αγκάλιασαν τη θρησκεία της φτώχιας και της αγάπης. Άλλο παράδειγμα είναι ο Βούδας: σαν πρίγκιπας που ήταν, μπορούσε να δοκιμάσει κάθε απόλαυση και πολυτέλεια που ήθελε, αλλά ανακάλυψε ότι η απόκτηση και η κατανάλωση υλικών αγαθών έφερνε δυστυχία και θλίψη. Ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα (στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα) είναι τα παιδιά της ανώτερης τάξης της Ρωσίας, οι Ναρόντνικοι.Μη αντέχοντας το περιβάλλον της νωθρότητας και αδικίας, που μέσα του είχαν μεγαλώσει, οι νέοι αυτοί άνθρωποι έφυγαν από τα σπίτια τους και πήγαν να ζήσουν μαζί με τους φτωχούς χωριάτες, βάζοντας έτσι τα θεμέλια του επαναστατικού αγώνα στη Ρωσία.
Το ίδιο φαινόμενο μπορούμε να διαπιστώσουμε ανάμεσα στα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, των πλούσιων οικογενειών των ΗΠΑ και της Γερμανίας, που βλέπουν τη ζωή τους μέσα στο πλούσιο οικογενειακό τους περιβάλλον πληκτική και χωρίς νόημα. Αλλά πέρα απ’ αυτό, βρίσκουν ανυπόφορη τη σκληρότητα του κόσμου απέναντι στους φτωχούς και την απειλή του πυρηνικού πολέμου για λόγους κύρους μερικών ατόμων. Έτσι φεύγουν από το οικογενειακό τους περιβάλλον —ψάχνοντας για ένα νέο τρόπο ζωής— και μένουν ανικανοποίητοι γιατί καμιά δημιουργική προσπάθεια δεν καταλήγει σε επιτυχία. Πολλοί από αυτούς τους νέους ήταν αρχικά οι πιο ιδεαλιστές, οι πιο ευαίσθητοι της νέας γενιάς, τους έλειπε όμως η παράδοση, η ωριμότητα, η πείρα και η πολιτική γνώση: το αποτέλεσμα είναι ότι πέφτουν τώρα στην απελπισία, υπερεκτιμούν ναρκισσιστικά τις ικανότητες και τις δυνατότητες που έχουν κι αγωνίζονται να επιτύχουν το αδύνατο με τη χρήση βίας.
Φτιάχνουν τις δήθεν επαναστατικές ομάδες και ζητούν να σώσουν τον κόσμο με πράξεις τρομοκρατίας και καταστροφής, χωρίς ν’ αντιλαμβάνονται ότι το μόνο που κάνουν είναι να μεγαλώνουν τη γενική τάση για βία και απανθρωπιά. Έχουν χάσει την ικανότητα ν’ αγαπούν και την αντικατέστησαν με την επιθυμία να θυσιάσουν τη ζωή τους. (Η αυτοθυσία είναι συχνά η λύση για τα άτομα που θέλουν με πάθος ν’ αγαπήσουν, αλλά έχουν χάσει αυτή την ικανότητα και βλέπουν στη θυσία της ίδιας τους της ζωής τη βίωση της αγάπης στην πιο απόλυτη μορφή). Αλλά αυτοί οι νέοι που αυτοθυσιάζονται, είναι πολύ διαφορετικοί από τους μάρτυρες της αγάπης, που θέλουν να ζήσουν γιατί αγαπούν τη ζωή, και που δέχονται το θάνατο μόνο όταν είναι αναγκασμένοι να πεθάνουν για να μην προδώσουν τον εαυτό τους. Οι σημερινοί μας νέοι που θυσιάζουν τη ζωή τους είναι οι κατηγορούμενοι αλλά συνάμα και οι κατήγοροι. Είναι οι ίδιοι μια απόδειξη ότι στο κοινωνικό μας σύστημα μερικοί από τους καλύτερους νέους ανθρώπους καταντούν τόσο απομονωμένοι και απελπισμένοι, που σαν μοναδική διέξοδο από την απελπισία τους βρίσκουν μόνο την καταστροφή και το φανατισμό.
Η επιθυμία για ένωση με τους άλλους, φανερώνεται τόσο στους πιο ποταπούς τύπους συμπεριφοράς π.χ. σε πράξεις σαδισμού και καταστροφής, όσο και στους πιο υψηλούς, όπως στην αλληλεγγύη που στηρίζεται σ’ ένα ιδανικό ή μια πεποίθηση. Είναι ακόμα η βασική αιτία της ανάγκης για προσαρμογή. Τ’ ανθρώπινα πλάσματα φοβούνται μην καταντήσουν απόβλητοι της κοινωνίας, περισσότερο και από τον ίδιο τους το θάνατο. Το κρίσιμο σημείο σε κάθε κοινωνία είναι το είδος της ενότητας και της αλληλεγγύης που δημιουργεί, καθώς και το είδος που μπορεί να προωθήσει κάτω από τις δοσμένες συνθήκες της κοινωνικοοικονομικής της δομής.
Αυτές οι θεωρήσεις δείχνουν ότι και οι δύο τάσεις υπάρχουν μέσα στους ανθρώπους: η μια, τοέχει —η κατοχή— που σε τελευταία ανάλυση χρωστάει τη δύναμή της στο βιολογικό παράγοντα της επιθυμίας για επιβίωση. Η άλλη, το είναι —η τάση για δόσιμο και θυσία— που χρωστάει τη δύναμή της στις ειδικές συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης και στην έμφυτη ανάγκη του κάθε ανθρώπου να ξεπερνάει την απομόνωσή του και να γίνεται ένα με τους άλλους. Αφού αυτές οι δυο αντιφατικές δυνάμεις υπάρχουν σ’ όλους τους ανθρώπους, είναι επόμενο ότι η κοινωνική δομή με τις αξίες και τους κανόνες της αποφασίζει ποια από τις δύο θα υπερισχύσει. Οι πολιτισμοί που καλλιεργούν την απληστία γι’ αποκτήματα, δηλαδή τον τρόπο ζωής με βάση τοέχει, έχουν τη ρίζα τους στη μια από αυτές τις ανθρώπινες δυνάμεις. Οι πολιτισμοί που υποθάλπουν το είναι και την κοινοκτημοσύνη είναι ριζωμένοι στην άλλη δύναμη. Πρέπει ν’ αποφασίσουμε ποια από τις δυο θέλουμε να καλλιεργήσουμε, ξέροντας πάντως ότι η απόφασή μας θα καθοριστεί βασικά από την κοινωνικοοικονομική δομή της συγκεκριμένης κοινωνίας, που μας σπρώχνει προς τη μια ή την άλλη λύση.
Από τις παρατηρήσεις μου στον τομέα της ομαδικής συμπεριφοράς, έχω βγάλει το συμπέρασμα ότι οι δυο ακραίες ομάδες, που εκδηλώνουν βαθιά ριζωμένους και σχεδόν αναλλοίωτους τους τύπους του έχει και του είναι, δεν αποτελούν παρά μια μικρή μειοψηφία. Στη μεγάλη πλειοψηφία και οι δυο δυνατότητες είναι πραγματικές: ποια θα κυριαρχήσει και ποια θα καταπιεστεί, εξαρτάται από τους παράγοντες του περιβάλλοντος.
Αυτή η θεωρία έρχεται σε αντίθεση με την πλατιά παραδοχή του ψυχαναλυτικού δόγματος, ότι το περιβάλλον δημιουργεί ουσιαστικές αλλαγές στην ανάπτυξη της προσωπικότητας κατά τη νηπιακή και την πρώτη παιδική ηλικία. Μετά απ’ αυτή την περίοδο, ο χαρακτήρας έχει καθοριστεί και δύσκολα αλλάζει κάτω από την επίδραση εξωτερικών γεγονότων. Αυτό το ψυχαναλυτικό δόγμα έγινε αποδεκτό, γιατί οι βασικές συνθήκες της παιδικής ηλικίας συνεχίζονται και στην κατοπινή ζωή των περισσότερων ανθρώπων, αφού γενικά εξακολουθούν να υπάρχουν και οι ίδιες κοινωνικές συνθήκες. Υπάρχουν όμως πολλά παραδείγματα, που δείχνουν ότι μια δραστική αλλαγή στο περιβάλλον οδηγεί σε μια βασική αλλαγή στη συμπεριφορά π.χ. στην περίπτωση που παύουν να τροφοδοτούνται οι αρνητικές δυνάμεις, ενώ αντίθετα καλλιεργούνται και ενθαρρύνονται οι θετικές.
Σαν αποτέλεσμα της κυρίαρχης θέσης που έχει πάρει ο εγωισμός, τα ηγετικά στελέχη της κοινωνίας μας πιστεύουν ότι οι άνθρωποι δραστηριοποιούνται μόνο με την προσδοκία υλικών αποκτημάτων π.χ. με ανταμοιβές, και δε θ’ ανταποκριθούν σε μια έκκληση γι’ αλληλεγγύη και θυσίες.
Έτσι, μ’ εξαίρεση τον καιρό του πολέμου, αυτές οι εκκλήσεις δε γίνονται παρά σπάνια και οι ευκαιρίες να παρατηρήσουμε τα πιθανά τους αποτελέσματα πηγαίνουν χαμένες. Μόνο μια ριζικά διαφορετική κοινωνικοοικονομική δομή και μια ριζικά διαφορετική εικόνα της ανθρώπινης φύσης, μπορούν να δείξουν ότι η δωροδοκία δεν είναι ο μοναδικός (ή ο καλύτερος) τρόπος να επηρεάσουμε τους ανθρώπους.
Από το βιβλίο του Έριχ Φρομ – Να έχεις ή να είσαι – Έριχ Φρομ –
E-Mail: www.enallaktika.gr@gmail.com