Ήταν χειμώνας, έξω έκανε κρύο ήταν η στιγμή που γεννήθηκα και που γεννήθηκες και εσύ. Πιο μπροστά ήσουν κοριτσάκι…όταν με γέννησες έγινες Μάνα…
Μέχρι τα πέντε μου χρονιά κρεμόμουν από πάνω σου σε κάθε ευκαιρία, καθόσουν δίπλα μου και μου ζωγράφιζες ήλιους και λουλούδια και ουρανιά τόξα, με έπαιρνες αγκαλιά και με κανάκευες.
Από εκείνη την ηλικία και μετά έγινα αχάριστος. Μου ήταν όλα δεδομένα, γιατί δεν ένιωθα την ανάγκη να σου πω ευχαριστώ κάθε μέρα που έβρισκα φαγητό μετά το σχολείο.
Δεν σκέφτηκα να σε ευχαριστήσω ποτέ για τα σιδερωμένα μπλουζάκια, ούτε για τα όμορφα μπαλώματα που έκανες στα παντελόνια μου κι ας σ” έβγαιναν τα μάτια, κι ας τρυπούσες τα δάκτυλα σου, να ήμουν καθαρός και περιποιημένος σ” ένοιαζε. Το μόνο που ήξερα ήταν να γκρινιάζω που έκανες πάλι ρεβίθια που δεν μ” άρεζαν, που ανακάτευες τα μακαρόνια με την σάλτσα, που δεν βρήκα σιδερωμένο το μπλουζάκι που ήθελα…..θύμωνα που κατέβαζες το ποστερ με την Ζωή Λάσκαρη με εκείνο το μπικίνι και ήμουν έξω φρένων που έψαχνες τι κρύβω κάτω απ” τα βιβλία του σχολείου..στο λέω τώρα, Μικι Μαους……ούτε μου έκανε εντύπωση ότι το δωμάτιο μου ήταν πάντα καθαρό. Ακατάστατο αλλά καθαρό….α ρε Μάνα….
Το μόνο σου παράπονο ήταν η αχαριστία μου και που δεν σου είπα ούτε ένα ευχαριστώ…..τα δικά μου παράπονα ότι δεν μου ικανοποιούσες τις 5.248 επιθυμίες μου και δεν με κατάλαβες ποτέ…….
Με κτυπούσαν τα αλλά παιδάκια και πονούσες πιο πολύ εσύ….με έπαιρνες αγκαλιά και με προστάτευες….Όταν μεγαλώνοντας γυρνούσα αργά τα βράδια, σε έβρισκα σκυμμένη στα σκοτεινά να με προσμένεις βουβή, ξάγρυπνη και χλωμή. . . α ρε Μάνα . . .
Μεγάλωσα ρε Μάνα και θυμάμαι το ρολό κιμά με το αυγό στην μέση, το ξεμάτιασμα σου κάθε φορά που με πονούσε το κεφάλι, τα σεμεδακια που έκανες και μου λεγες ότι όταν αποφασίσω να νοικοκυρευτώ είναι για την προίκα μου….Μεγάλωσα ρε Μάνα και κατάλαβα ότι είχες ξεχάσει τους πόνους του τοκετού και μου λεγες ότι ποτέ δεν ξέχασες το πρώτο κλάμα του μωρού σου, το δικό μου κλάμα . . .
Δεν σε ρώτησα ποτέ γιατί τα χέρια σου ήταν ροζιασμένα και γιατί είχες μαύρους κύκλους κάτω απ τα μάτια σου, εσύ καταλάβαινες ότι δεν έλεγα . . . α ρε Μάνα . . .
Μεγάλωσα και δεν σου είπα ποτέ ότι σε αγαπώ . . .
Σε ευχαριστώ γιατί έκανες όλη την παιδική μου ηλικία να μυρίζει γαζια και αγιόκλημα… Σε ευχαριστώ γιατί μέσα στα μάτια σου αντίκρισα το πρώτο δάκρυ της χαράς σου για μένα… Σ ευχαριστώ παρότι δεν είχες πλούτη υλικά να μου δώσεις, μου “δωσες όμως τα πλουσιότερα δώρα που πήρα στην ζωή μου, το φιλί και την αγκαλιά της Μάνας!!
Είμαι σίγουρος ότι εκεί ψηλά που είσαι μυρίζει παντού γαζιες και αγιοκλήματα . . .
Σε αγαπώ, σε ευχαριστώ και συγγνώμη ρε Μάνα . . .
Αφιερωμένο σε όλες τις Μάνες του κόσμου!!!
~ Χάρης Ανεμούδης